- οστεογλωσσίδες
- (Osteoglossidae). Οικογένεια μεγαλόσωμων ψαριών των γλυκών νερών των τροπικών χωρών. Το σώμα τους είναι σκεπασμένο με μεγάλα, σκληρά λέπια που έχουν διάταξη μωσαϊκού. Κυριότερα είδη της οικογένειας αυτής είναι η αραπαίμα και το οστεόγλωσσο, που το κάτω σαγόνι του προεξέχει. Ζει κυρίως στη Νότια Αμερική, στην Αυστραλία και στα νησιά του Ινδικού αρχιπελάγους. Το κρέας των ο. τρώγεται.
* * *οιζωολ. οικογένεια τελεόστεων οστεοϊχθύων τής υπέρταξης οστεογλωσσόμορφοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoglossidae < ὀστέον / ὀστοῦν + γλώσσα + κατάλ. -ίδες].
Dictionary of Greek. 2013.